Η μικροβιακή αντοχή, είναι ένα διαρκώς αυξανόμενο πρόβλημα. Συμβαίνει όταν μικροοργανισμοί όπως τα βακτήρια προσαρμόζονται με τέτοιο τρόπο που τα αντιβιωτικά καθίστανται ανίκανα να τα πολεμήσουν.Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πιο σοβαρές λοιμώξεις και ασθένειες όταν αυξάνεται η αντίσταση στα αντιβιοτικά.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο mBio εξέτασε την επίδραση που έχουν οι ίνες στη μικροβιακή αντοχή.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια ποικίλη διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες συσχετίστηκε με χαμηλότερα επίπεδα αντιμικροβιακής αντοχής στα βακτήρια του εντέρου.
Οι φυτικές ίνες είναι ένας υδατάνθρακας που δεν απορροφάται εύκολα από το σώμα, ωστόσο είναι απαραίτητες για ένα υγιές έντερο. Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι ινών:
Οι διαλυτές διαιτητικές ίνες διαλύονται στο νερό και παρέχουν ορισμένα θρεπτικά συστατικά στον οργανισμό.
Οι αδιάλυτες διαιτητικές ίνες δεν παρέχουν θρεπτικά συστατικά αλλά βοηθούν τον οργανισμό με άλλους τρόπους.
Οι φυτικές ίνες παρέχουν στον οργανισμό μια ποικιλία από οφέλη για την υγεία. Για παράδειγμα, βοηθά στον καθαρισμό της συσσώρευσης στα έντερα, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου. Όλοι οι τύποι φυτικών ινών συμβάλλουν επίσης στην αύξηση του αισθήματος πληρότητας, βοηθώντας έτσι τους ανθρώπους να καταναλώνουν τις κατάλληλες διατροφικές ποσότητες.
Ωστόσο, τα οφέλη των φυτικών ινών μπορεί να φτάσουν σε ακόμη περισσότερες λειτουργίες του οργανισμού.
Τα αντιμικροβιακά είναι φάρμακα που χρησιμοποιούν οι γιατροί για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από μικροοργανισμούς. Ένα από τα πιο κοινά παραδείγματα θα ήταν τα αντιβιοτικά, τα οποία οι γιατροί χρησιμοποιούν για τη θεραπεία βακτηριακών λοιμώξεων. Μερικές φορές το «αντιμικροβιακό» και το «αντιβιοτικό» μπορεί να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.
Η μικροβιακή αντοχή εμφανίζεται όταν τα βακτήρια ή άλλοι μικροοργανισμοί προσαρμόζονται έτσι ώστε να γίνουν ανθεκτικά στις επιδράσεις των αντιβιοτικών.
Το σώμα φιλοξενεί τρισεκατομμύρια μικρόβια ή βακτήρια, που είναι συλλογικά γνωστά ως μικροβίωμα.
Οι ερευνητές της τρέχουσας μελέτης θέλησαν να εξετάσουν τη σχέση της διατορφής και πως αυτή μπορεί να επηρεάσει τη μικροβιακή αντοχή.
Στη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τη διατροφή περισσότερων από 250 συμμετεχόντων και επίσης τα γονίδια του μικροβιώματος του εντέρου αυτών των συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, αναζήτησαν γονίδια ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά (ARGs).
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν υγιείς ενήλικες μεταξύ 18 και 66. Οι ερευνητές είδαν ότι υπήρχε μεγάλη ποικιλομορφία όσον αφορά την ποσότητα των ARG σε αυτόν τον σχετικά μικρό πληθυσμό.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα από συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένης της διατροφής, των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας και δειγμάτων αίματος. Οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα κοπράνων, ώστε οι ερευνητές να μπορέσουν να εξετάσουν τη γενετική σύνθεση των μικροβιωμάτων του εντέρου των συμμετεχόντων.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι «τα άτομα που εφάρμοζαν διαφορετικές δίαιτες που ήταν πλούσιες σε φυτικές ίνες και χαμηλές σε ζωική πρωτεΐνη είχαν λιγότερα γονίδια αντίστασης στα αντιβιοτικά.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης είναι ενθαρρυντικά, επειδή συνδέει απλά βήματα διατροφής με τη μείωση των προβλημάτων υγείας όπως η μικροβιακή αντοχή.